|
(-άδος) η одиннадцать (штук и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одиннадцать? — ενδεκάς как с (ново)греческого переводится слово ενδεκάς? — одиннадцать — μανταλωμένος — αποξηραμένος — ανοησία — αξαγόευτος — αμαξουργός — βιαιοπραγία — διαφοροποιούμαι — ανολκεύς — μηλιόρι — αμμώνιο — μαλλιοτραβάω — πιάσμα — νεφόκαμα — σαφής — ακαταμέριστος — σησαμοπολτός — Γεωργιανή — εκνευρίζομαι — απεψία — ειδησεογράφος — φτάκοιλο |
|||