|
(αόρ. (ε)ποστάρισα ) ставить, делать ставку (в игре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ставить? — ποστάρω как на (ново)греческом будет слово делать ставку? — ποστάρω как с (ново)греческого переводится слово ποστάρω? — ставить, делать ставку — αποφώλιος — διδαχτικός — δίπηχος — εξαναγκασμένος — αυτοανακηρύσσομαι — σπλαχνίζομαι — υπομίσθωση — εκόρεσα — ελπιστός — ασσορτιμέντο — χυδαιότητα — ξαναπαντρεύομαι — αγλήγορα — αναθεματούρι — νυφικό — συγκαταρίθμηση — κοσμικότητα — καταστρατηγώ — αποπαρμένος — χρονογραφώ — θρησκοληψία |
|||