|
η самоотравление; автоинтоксикация (мед.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоотравление? — αυτοδηλητηρίαση как на (ново)греческом будет слово автоинтоксикация? — αυτοδηλητηρίαση как с (ново)греческого переводится слово αυτοδηλητηρίαση? — самоотравление, автоинтоксикация — στυγνότητα — δεξιοτεχνία — συμμαχήτρια — ζαερές — εγκάτοικος — δειλινό — γοργοθανατιά — κόρφος — σβάστική — λοξοδρομικός — δεκαήμερο — κουτσοκεφαλιάζω — εκσπερματώ — αχνιά — κατευθύνω — μυστικό — ερπετοειδής — λάσκα — λόγιασμα — εύφθαρτος — μεταφόρτωση |
|||