|
висмутовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово висмутовый? — βισμουθιακός как с (ново)греческого переводится слово βισμουθιακός? — висмутовый — τάδε — χοντρόκοκκος — στουπωτός — ωοπαραγωγνκότητα — επαναστατημένος — δυσάλωτος — γλυκοκοιμάμαι — παράβολο — μπουμπούνισμα — πτυσσόμενος — παλτό — σφυγμομέτρηση — κιρρός — φασκομηλιά — ψωμάδαινα — Ελασσόνα — αροτριώντα — ιατός — Μεφιστοφελής — καλοφτιασμένος — σύντηξη |
|||