|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιοκάραβο? — — κρουσταλλόπαγος — ανταρσία — κλειστοφοβία — μουρόφυλλο — κολόβιο — αχερόδεμα — αμφια — εξάς — αρχοντοπιάνομαι — κονίστρα — λοξοκοιτάζω — αγόρευση — πυρωμένος — δανείστρια — μηλοπέπονο — ελατόξυλο — αβελτηρία — γρούμπος — μαγουλάς — γεμελλάκια — χιλιοστημόριον |
|||