|
самовяжущий (о с.-х. машинах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самовяжущий? — αυτοθετικός как с (ново)греческого переводится слово αυτοθετικός? — самовяжущий — εξοπλισμένος — ψευδαργορογραφία — σκλήθρος — σανσκριτική — παγοδρόμος — βένθος — χύση — ρηθείς — ήχος — γκερίζι — αναβρύω — πεντάρι — αζαλίκωτος — αμαυρά — κεραυνοβόλημα — οινομανία — εκσφενδόνιση — ανάσεισμα — χρωμοξύλογραφία — ανέθιστος — σαπφισμός |
|||