|
το удобство, комфорт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удобство? — κομφόρ как на (ново)греческом будет слово комфорт? — κομφόρ как с (ново)греческого переводится слово κομφόρ? — удобство, комфорт — ολιγωρώ — κολάστρια — εικοσάρικο — συγκεκριμενοποίηση — πιανίστρια — γιαρές — ψάρευμα — προσφώνηση — λαγάνα — γελοκλαίω — προγάστορας — αδιάσκευος — ζωνίτσα — ποδοσφοιρικός — αρμέγκι — εμπλάστριον — ανυπνώτιστος — σκαμνιά — φλοκκιάζω — εκμεταλλεύσιμος — στρυμώχνω |
|||