|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνογραφικά? — — αμερικανισμός — ξεκούρδιστος — αυτοσαρκαστικός — οριστικότητα — αλαφρόστρατος — παράφραση — πληροφοριοδότης — λυκίσκος — συνεργάζομαι — ριζικά — φαινομενολογία — ραγισμένος — μάλιστα — μεγολόνους — αποπίνω — αποφούρνισμα — γιγαντένιος — βιβλιοδετούμαι — επαλληλία — απανωτιάζω — κεραμίστας |
|||