πορνογραφικά

формы словаβ
πορνογραφικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πορνογραφικά? —


αμερικανισμόςξεκούρδιστοςαυτοσαρκαστικόςοριστικότητααλαφρόστρατοςπαράφρασηπληροφοριοδότηςλυκίσκοςσυνεργάζομαιριζικάφαινομενολογίαραγισμένοςμάλισταμεγολόνουςαποπίνωαποφούρνισμαγιγαντένιοςβιβλιοδετούμαιεπαλληλίααπανωτιάζωκεραμίστας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit