|
το месячный, ежемесячный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово месячный? — μηνιαίο как на (ново)греческом будет слово ежемесячный? — μηνιαίο как с (ново)греческого переводится слово μηνιαίο? — месячный, ежемесячный — λιγόχρονος — αργατικό — πινακωτή — θερμικός — εύτορνος — προτίθομαι — σκηνοθέτης — μωρούλι — εισοδιάζω — μητέρα — εύθυνση — ξεκαπίστρωμα — επταπλασιάζω — σοσιαλιστικοποίηση — συρταριέρα — ξεκουτιάρικος — σαγρές — ερανίστρια — θαλασσασφάλεια — κορνεττίστας — χαμαικέρασο |
|||