|
полулегальный; ~η κατάσταση — полулегальное положение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полулегальный? — μισοπαράνομος как с (ново)греческого переводится слово μισοπαράνομος? — полулегальный — μαρτυριάρισσα — παραδοχή — αντιθετικός — test2 — κωλονούρι — ανεικονικότητα — αναγυρίδα — μεταλλίτις — σπαργάνωσις — περβολάρης — βιβλιεμπόρια — ψυχικό — επιδιόρθωμα — σφυρίχτρα — γαλανότης — επιτάχυνση — αδρασκελιά — δίκυρτος — φορώ — επαλληλία — δολιότητα |
|||