|
ο дно; βρίσκω ~ — доставать дно, достигать дна; ρίχνω στό ~ — пускать ко дну, топить; πάω (στό) ~ — а) тонуть; б) перен. терпеть крах (о деле и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дно? — φούντος как с (ново)греческого переводится слово φούντος? — дно — ακριτόμυθος — χριστιανισμός — λαοκρατικός — οπτικός — καταρρέω — κατεπανάτο — διπλοπόδι — κατάπιωμα — αντιδιαταγή — σιλλιμανίτης — εισπνοή — γαλάχτισμα — βιβλιοκλόπος — ακαταγώνιστος — φτερούγιασμα — ξωτικός — δυσανάγνωστος — θέμις — θρησκευτικά — φωνοσκόπιο — γκαϊβός |
|||