|
η 1) бродяжничество; 2) хулиганство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бродяжничество? — αλητεία как на (ново)греческом будет слово хулиганство? — αλητεία как с (ново)греческого переводится слово αλητεία? — бродяжничество, хулиганство — προστέγασμα — δορκάδιο — ουδαμώς — μεγαλώνω — βαλτοτόπι — γλυκόπνοος — εξορισμός — προβατοκάμηλος — προσευχούλα — ακαζάντιαστος — χιονοδρομία — λέβιο — κάλπισσα — μικρο- — πρύτανις — αξιόμεμπτος — μεταλλουργός — αψευδής — αλλαή — δακτυλίτιδα — περιφερικός |
|||