|
η очевидец; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очевидец? — αυτόπτρια как с (ново)греческого переводится слово αυτόπτρια? — очевидец — μουσικομανία — σύνεγγυς — βιομετρική — χοιροτροφία — πίστομα — μεταβιβασμός — παραδεχτός — καραμούζα — λαγκεμένος — καβάκι — λωποδυτώ — κυματομορφή — θωρακισμένος — δημοπρόβλητος — συμμετοχή — ποιητικά — ριζίδιον — αστράβωτος — σειράδιον — προβατήσιος — συγκινητικός |
|||