αυτόπτρια

формы словаβ
αυτόπτρια
η очевидец;



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово очевидец? — αυτόπτρια
как с (ново)греческого переводится слово αυτόπτρια? — очевидец


μουσικομανίασύνεγγυςβιομετρικήχοιροτροφίαπίστομαμεταβιβασμόςπαραδεχτόςκαραμούζαλαγκεμένοςκαβάκιλωποδυτώκυματομορφήθωρακισμένοςδημοπρόβλητοςσυμμετοχήποιητικάριζίδιοναστράβωτοςσειράδιονπροβατήσιοςσυγκινητικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit