|
η 1) морщина; 2) мн.ч. рябь; η λίμνη γέμισε ~ίδες — [phrase]озеро подёрнулось рябью[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщина? — ρυτιδα как на (ново)греческом будет слово рябь? — ρυτιδα как с (ново)греческого переводится слово ρυτιδα? — морщина, рябь — εκλεκτικίστρια — κατρακύλημα — κολλήγισσα — μελλέτι — παράλυση — χυμός — επίθετος — οκτάγωνο — λινοσέντονο — ξεμυαλίζω — παράγωγο — επιβάλλων — αντικούτικας — προσωπικότητα — επιπολάζω — γεννολογιά — καμουτσικιά — βομβαρδιστής — υπερβιταμινούχος — κελάρυσμα — καματάρικος |
|||