|
ο уст. обманщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обманщик? — κομπωτής как с (ново)греческого переводится слово κομπωτής? — обманщик — αλαφροζυγιάζω — ερωτοτροπία — εγκεφαλογράφημα — γιακάς — μαστορικός — πολύγονος — νεοτερικός — αυτοτραυμοτίζομαι — κρεπάρω — διανάπαυσις — χοίρειος — σβαρνίζω — επιστεφής — υπαρχηγός — στρώσιμο — λεπτός — γεννώ — θύω — απανωβελονιά — ωράριο — παροικία |
|||