|
подтверждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подтверждать? — επιβεβαιώνω как с (ново)греческого переводится слово επιβεβαιώνω? — подтверждать — σωματεμπορία — πυκνότητα — λίρα — σιδηρόφρακτος — αναξιοπρεπής — ληστής — βιβλιοκαπηλεία — ευαπάτητος — μυταρόγκας — τεσσερσήμισι — Ουρανούπολη — αυτοβαφή — ακτινογραφία — διαστοιβάζω — μελισσολόι — λωβός — καρτέρι — μέλι — εμορφαίνω — μπαφιάζω — σινδόνη |
|||