|
η официантка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово официантка? — σερβιτόρα как с (ново)греческого переводится слово σερβιτόρα? — официантка — δαφνόφυλλο — γλυφίζω — φυλογένεση — δολομιτικός — σχεδιάστρια — δέλετρον — βουτσάδικο — τρίμερος — μουσσών — υποκινώ — μαραζιάρικος — αρόδου — προγραφή — πιπερίζω — ινδόρνις — σπιθηρίζω — κεντίζω — μπόρτζι — ξεκαπίστρωμα — ολοκληρωτισμός — βράσιμο |
|||