|
η срок; η τελευταία ~ — крайний срок; καταθέσεις επί ~ — срочные вклады; φτάνει (λήγει) η ~ — наступает (истекает) срок; πρίν τήν ~ или πριν λήξει η ~ — досрочно; πρό τής ~ς — досрочный; στήν ~ — в срок, к сроку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово срок? — προθεσμία как с (ново)греческого переводится слово προθεσμία? — срок — μπιρμπίλωμα — ελευθερία — καυχησιολόγος — σαβούρωμα — μαχμούρικα — προσγίνομαι — ελληνομαθής — αζωία — αργυροκέντητος — διαφανοσκόπιο — αποσταλάζω — μαρκαδόρος — μεζελίκι — περιγλύφω — κλίση — νοσταλγία — τυφλοσούρτης — ιαγουάρος — μασκαριλίκι — βρώση — αποξεριζώνω |
|||