|
ο ракета; κοσμικός (или διαστημικός) ~ — космическая ракета; διηπειρωτικός ~ — межконтинентальная ракета; πολυόροφος ~ — многоступенчатая ракета; βαλλιστικός ~ — баллистическая ракета; ~ φορέας — ракета-носитель; εκτόξευση πυραύλου — запуск ракеты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ракета? — πύραυλος как с (ново)греческого переводится слово πύραυλος? — ракета — ασκέπαστος — εκατόγραμμο — ζερνεκαδές — καβλί — ανεμογγάστρωτη — κατάφαση — επιμηκύνω — πασπάτεμα — πυρομετρικός — διαστρέβλωση — αμπαρωτός — σπιρουνιά — τυφοειδής — έκβαση — αποσάφηση — ξελαχανιάζω — αφροσαλιάζω — άψητος — επέκεινα — κοθρής — αφομοιωμένος |
|||