Новогреческий словарь
ντρένιος
ντρένι|ος
дубовый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дубовый
? —
ντρένιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ντρένιος
? — дубовый
#
(ново)греческий словарь
—
ξεπαγώνω
—
στυπτικός
—
ψευδαίσθηση
—
επταμηνίτικος
—
απολιθωμένος
—
κέραμος
—
αστικός
—
ανεστενάζω
—
μπαγδατίζω
—
κληρονομιά
—
μακρονός
—
αεροναυτιλία
—
αντιπαραχωρώ
—
εμψυχωτικά
—
αλεξιβάσκανο
—
καταβλητικός
—
ανταρθριτικός
—
επιβατηγόν
—
γιακί
—
απόσχολα
—
πασσαλόκτιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве