|
обручаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обручаться? — σημαδεύομαι как с (ново)греческого переводится слово σημαδεύομαι? — обручаться — σπορεύω — ανεξουσιοδότητος — γονικά — βολιδοφόρος — συνάπτω — δέκατος — αφηνιάζω — γούνη — ενεργούμαι — παραδοξολογώ — οψώνιον — φυσητικός — ημιαποικιακός — αργατινό — λιμάνι — δινώ — τσαλάκωμα — απώλεσα — αγγειοδιαστολή — εκλαΐκευση — παλλαϊκός |
|||