Новогреческий словарь
ξανασπέρνω
ξανασπέρνω
(αόρ. ξανάσπειρα)
снова сеять, пересевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снова сеять
? —
ξανασπέρνω
как на
(ново)греческом
будет слово
пересевать
? —
ξανασπέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξανασπέρνω
? — снова сеять, пересевать
#
(ново)греческий словарь
—
δεντροστόλιστος
—
ποδοκνημικός
—
συνθετήριο
—
υδρόμυλος
—
ευσπλαχνία
—
αλαφροκαρδιά
—
αμαξίδιο
—
διπλωματική
—
δικαιολογημένος
—
σεντονάκι
—
αγγλόφιλος
—
παντού
—
καθυστερημένος
—
πνιγμένος
—
μπήχνω
—
αφούντωτος
—
συμβολίζω
—
θέρμανση
—
λευκοπελαργός
—
εξωσωματικός
—
στείφτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,