|
η биол. моногенизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моногенизм? — μονογένεσις как с (ново)греческого переводится слово μονογένεσις? — моногенизм — γραιγοτραμουντάνα — εστέρες — στένωμα — τριανταφυλλόνερο — ψευδοεπιστήμη — πεντάλεπτο — διακόσμηση — ξανθή — μουσκλιάζω — αζευγάρωτος — βωκος — δίωρος — αναγουλιαστικός — βαφτιστήρι — νεκροσέντονο — τακτός — προπηλακιστής — αστριφτος — καταπάτηση — αράβιος — εισκομίζω |
|||