Новогреческий словарь
μικρούτσικος
μικρούτσικ|ος
малюсенький, крошечный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
малюсенький
? —
μικρούτσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
крошечный
? —
μικρούτσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικρούτσικος
? — малюсенький, крошечный
#
(ново)греческий словарь
—
τανυτό
—
σχεδιαστήριο
—
αιματοκυλίζω
—
σύλησις
—
ξεστραβώνομαι
—
προτιμώ
—
ψευδολογία
—
δαιμονιόπληκτος
—
μεταρσιωτικός
—
αυτοπαρηγορία
—
χαμοκέλλα
—
συμφιλιωτικώς
—
ανάψυξη
—
ερατεινός
—
ιερατικός
—
μικροβιοβριθής
—
τηγανιά
—
κολικόπονος
—
δυσθυμώ
—
ψηλοτάβανος
—
διαπραγματεύτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве