|
το половая тряпка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половая тряпка? — σφουγγαρόπανο как с (ново)греческого переводится слово σφουγγαρόπανο? — половая тряпка — τέλεια — ημιμάχιμος — ροκάνισμα — πενυματισμός — γιορντάνι — ζαμάνι — ανωφερικός — οστικός — αδιαμαρτύρητα — λουσέρνα — μαυρομαμούνα — ολόγλυφος — πενταπλασιάζω — τζαμπατζίδισσα — εξωταξικός — κρεμάστρα — όχλος — πυροβόληση — απραγματοποίητον — μυγοπαγίδα — εξισωτής |
|||