|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιγούρι? — — τριανταφυλλόλαδο — εξοργίζομαι — αγριοβλέπω — αλλοτεσινός — κούρσον — δαμαλιδικός — νεφρολόγος — μηχανικό — κουφαμάρα — άτυχος — δηλοποίηση — αβάτευτος — μερικεύω — αργοκούνητος — ροδόσταγμο — πατσαβούρι — χαλκοπλαστική — ψυχοφθόρος — ηπατοτομία — φεγγίτης — αποστέκω |
|||