Новогреческий словарь
συνίσταμαι
συνίσταμαι
(παρατ. συνιστάμην)
состоять
;
~ται εκ τριών μερών — состоять из трёх частей
;
τό καθήκον ~ται στό... — [phrase]задача состоит в том(__,__) чтобы...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
состоять
? —
συνίσταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνίσταμαι
? — состоять
#
(ново)греческий словарь
—
στρόμπος
—
αγροχαλά
—
λεονταρόψοχος
—
αγγελοζωγραφιστός
—
Γιαπωνέζος
—
αγαθός
—
ψιλογνέθω
—
παντοίος
—
ξόρκι
—
αντιδικία
—
πελέκημα
—
παραμπαίνω
—
ξέφτισμα
—
προσπορισμός
—
κατακομμάτιασμα
—
χαρτεμπόριο
—
ηπατικός
—
αυτοπαρηγορούμαι
—
διάμεσος
—
προσφέρνω
—
αναγεννητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве