|
лёгочный; ~ά νοσήματα — лёгочные заболевания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лёгочный? — πνευμονικός как с (ново)греческого переводится слово πνευμονικός? — лёгочный — σπαράγγια — αυτοβοήθεια — οξυκέρασος — Οχτώβρης — πιθανώς — ακαρποφόρητος — τυραννισμένος — εντομοαπωθητικός — κοινό — στραπόρτο — χώλ — συχνός — ανήκεστος — διαστρεβλώτρια — ξαναφουντώνω — βιοφωταύγεια — τραγοπώγωνας — λιθοτόμος — αγγάρευμα — καταμηνύω — παραβαραίνω |
|||