|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πασσαλάκι? — — δαμαλίδα — διχοτομούσα — σκάω — μεταλλόχρους — θεομηνία — δικαίωση — φωσφόρος — ακαθιέρωτος — πειστικότητα — μονώνυξ — πλαδαρά — πρωτόπλασμα — δακτυλιογραφία — στέγαστρο — αποκεντρώσιμος — ασυγκίνητος — ζαμπαρόλα — πυροσωλήνας — γαλούσα — βασκικός — καντάρι |
|||