|
η пармезан (сыр для макарон) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пармезан? — παρμεζάνα как с (ново)греческого переводится слово παρμεζάνα? — пармезан — μετρολογία — δάκριο — ορνιθώνας — χρώσις — διαπραγμάτευση — τετραημερία — αποδίωξη — πεζός — πολύφωτος — βαθυσκάφος — άγγελίνα — κοπρισμός — στραμπουλιξά — οξυγονώ — κροκοδείλιος — αμολόχα — κυβόλεξο — περισώζομαι — αλογόμαντρα — σανιδοπάσσαλος — εννεαετηρίδα |
|||