|
эксплуататорский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эксплуататорский? — εκμεταλλευτικός как с (ново)греческого переводится слово εκμεταλλευτικός? — эксплуататорский — προσμέτρηση — προτρεπτικός — αποκάθαρμα — χρεοκοπία — ασπρίλα — βουτυρικός — πλεονεχτώ — φιλντισένιος — ασύζευκτος — καταχρεώνομαι — Αράπισσα — οπωροπώλης — εκκλησιασμός — σπουργίτης — απόχωση — φτίση — προμισθώνω — ινδογερμανικός — νυχτοστρατοκόπος — συνεορτάζομαι — ανύπνια |
|||