|
ο спектрограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спектрограф? — φασματογράφος как с (ново)греческого переводится слово φασματογράφος? — спектрограф — αιμόφιλος — ταγός — αμμωτόν — στρυφνός — Τσεχοσλοβάκα — όπλο — παγκοσμιοποιώ — αντιλαμβανόμενος — ξώφαρσα — προασπίζω — νεραϊδόξυλο — αξιοσημείωτος — δέντρωνομαι — χύμα — μελοποιώ — πρόσφορο — κοντραμπάστουνο — αναισθητικός — κουβάς — αποσβολωμένος — καθιζάνω |
|||