|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεξαρτοποιούμαι? — — δυϊστής — ατυλιγάδιστος — εξουσιαστής — νεράκι — προμηθέας — καταπίεση — διατακτική — αγροικώ — γρανιτιά — ξεκούραστος — κομπάρσος — πορνοβοσκός — γοργοπέρασμα — λακέρδα — κατάδηλος — κατόπτευση — περδουκλώνω — πτυχώνω — γλυκομηλιά — λιβρέα — πρωτόγεννος |
|||