ανεξαρτοποιούμαι

формы словаβ
ανεξαρτοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανεξαρτοποιούμαι? —


δυϊστήςατυλιγάδιστοςεξουσιαστήςνεράκιπρομηθέαςκαταπίεσηδιατακτικήαγροικώγρανιτιάξεκούραστοςκομπάρσοςπορνοβοσκόςγοργοπέρασμαλακέρδακατάδηλοςκατόπτευσηπερδουκλώνωπτυχώνωγλυκομηλιάλιβρέαπρωτόγεννος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit