|
η 1) упрощение; 2) мат. :??? ~ κλάσματος — сокращение дробей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрощение? — απλοποίηση как с (ново)греческого переводится слово απλοποίηση? — упрощение — πεταλούδι — χαβαρικό — βάρανος — μαδρεπόραι — Αγαθόκλεια — ηλιόβολος — κλάκ — σεντίνα — χαροκαίομαι — κολλοδιούχος — εγκλιματίζομαι — κεράτινος — κακοθελητής — λίγνεμα — φρικτά — δικτυουλκός — φρουτοσαλάτα — πολλαπλώς — κουτσοπόδης — δάνειο — παραφυλάγω |
|||