|
аттический; ~όν άλας — аттическая соль, тонкий юмор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аттический? — αττικός как с (ново)греческого переводится слово αττικός? — аттический — σεισμογραφικός — αναγκαιούντα — μανουάλι — μονομεριάτικος — άμιλλα — ποσοστό — αναγέλιο — φαντασμός — αλλοτριόγαμος — ομοιογενοποιούμαι — εφημεριδοπώλης — μετόπισθεν — διερμήνευση — υποδουλώνω — μικροκέφαλος — γαυριάς — καλαμπουρτζής — ξεκαλοκαίριασμα — ώχρινος — απονεκρώνω — λιμάνι |
|||