|
η щёлок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щёлок? — κατασταλαχτή как с (ново)греческого переводится слово κατασταλαχτή? — щёлок — κραδαίνω — φυλογένεια — καλοσόδιαστος — τρίκυκλο — λογοπαίκτης — ενθυλάκωσις — εξημερωτικός — αξιάγαστος — ανάξιος — λαχανικό — μυθιστορία — υπεκμισθώνω — φραντζέλα — ιχθυοθήρας — ανιαρός — διασπορέας — αλκοολομέτρηση — σομακί — αργοβαδίζω — σαρκοκάρπιο — ακροσταβία |
|||