|
общеупотребительный; ~ χώρος — место общего пользования #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово общеупотребительный? — κοινόχρηστος как с (ново)греческого переводится слово κοινόχρηστος? — общеупотребительный — ενδύω — ακατακύρωτος — εντεροστομία — χωριατοφέρνω — μπριγιαντίνη — αβάρετος — ανοιγοκλείνω — αρνίτσι — κοκκινέλλι — αριωσύνη — γούρλιασμα — αριολόγι — ευνουχιστής — αισθητικά — δίστομος — μανίκα — βενζινοκίνητος — περιβολάρης — αινιγματικός — δυναστευτικός — λυγερός |
|||