|
το церк. просфора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просфора? — πρόσφορο как с (ново)греческого переводится слово πρόσφορο? — просфора — κεραμιδαριό — παραδεισένιος — δικράνι — σκρόφα — ορολόγος — μούσμουλο — τυποκλοπικός — μπατανόβουρτσα — Μεξικάνα — συνωμοτισμός — ασημώνω — σαβάνα — αφιππεύω — ομορφιά — υγεία — λερώνει — υπόπρωρος — αβουλία — προαποστολή — επισφάλεια — φαρμακοτρίφτης |
|||