|
το рисовая мука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рисовая мука? — ρυζάλευρο как с (ново)греческого переводится слово ρυζάλευρο? — рисовая мука — κλονισηκός — αυτούσιος — ινδολογία — φυτευτής — ακαθήλωτος — τάπια — μαυρογή — μερισμένος — λάπα — φιλιππικός — υποδύομαι — ξεπονίζω — ερυθροθεραπεία — μεταφύτευμα — σφαιριστήριο — πνιγός — εντροπιάζω — λευκοκυτταραιμία — πιστρόφια — ανειρήνευτα — λυσσασμένος |
|||