|
(мн.ч. -ηδες) ο гяур, неверный (презрительное название христиан у магометан) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гяур? — γκιαούρ как на (ново)греческом будет слово неверный? — γκιαούρ как с (ново)греческого переводится слово γκιαούρ? — гяур, неверный — απονηστεύω — σάξ — αναθεωρητικός — νοσηρός — βράχος — καλογερίστικος — χαμάλικος — ερυθρίοση — διεξαγωγή — δημαρχιλίκι — ασυμπτωτικός — εκπαρθενευτής — κοτώ — διακοσμητής — σφαιρομετρία — χρυσορραπτική — καβγατζού — ακροσυνάπτω — κανάγιας — ζιβελίνη — κλίκα |
|||