|
ист. тевтонский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тевтонский? — τευτονικός как с (ново)греческого переводится слово τευτονικός? — тевтонский — απολούζω — κρυπτόγαμα — συμβατός — τείνω — δαφνηφόρος — αποθαρρεύομαι — φτυαριά — έκκόκκιση — ρεύμα — χρωστήρας — σύγκληση — πρυμάτσα — εμπλέκω — αμόλεφτος — ανόρεξος — μέρωμα — καλάγκαθο — αρτυμα — γραμματοδίφης — αχρωματοψία — εξευμενιστικός |
|||