|
σιτέλαιο #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово σιτέλαιο? — σιτέλαιο как с (ново)греческого переводится слово σιτέλαιο? — σιτέλαιο — αδερφοσκοτωμός — επισημείωση — υπερκατασκευή — στραβοτομία — εκκομίζω — νέος — πεύκινος — ντοματοσαλάτα — πλοηγικός — περιτραχήλιος — χοή — άτρυγος — αποδεικτός — θεοσκοτωμένος — εκπεταννύω — στόλος — αλωπεκία — όρυζα — στομαχοδυνία — επιβάλλω — σκύμνος |
|||