|
ο рабочий соляной копи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рабочий соляной копи? — αλατωρύχος как с (ново)греческого переводится слово αλατωρύχος? — рабочий соляной копи — άφκιαγος — καρδιογραφικός — σώζω — σκουληκοφαγωμένος — ντεκρετσέντο — καρδιολόγος — βερμπαλίστρια — εκατονταρχία — σκάσιμο — λινογραφία — δανειοδοτικός — φτυστός — ταίζω — τρενάρισμα — περισσότερος — χιονοπόλεμος — χούγιασμα — πραιτώριο — απολυτρώνω — αποκοττιά — σύνυγρος |
|||