|
калечить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калечить? — αναπηρώ как с (ново)греческого переводится слово αναπηρώ? — калечить — θρόισμα — πολυγράφηση — λεπτοσανίδα — ξυλεμπορικός — Βούργάρα — ακαλήφη — χτιστός — απόμακρος — ανοιχτός — ξύλιασμα — αείφυλλος — σπάραγμός — κεραμιδαρειό — ξαναχτίζω — αερόσκαλα — καταπείθω — επιβραδυντήρ — ακροθαλάσσι — αντιπροσαγόρευση — αναμέλπω — διαστάλαξις |
|||