|
давать пощёчину, оплеуху [x:trans]давать пощёчину,давать оплеуху[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давать пощёчину? — σκαμπιλίζω как на (ново)греческом будет слово давать оплеуху? — σκαμπιλίζω как с (ново)греческого переводится слово σκαμπιλίζω? — давать пощёчину, давать оплеуху — χλαμύδα — μονόχνοτος — ομογνώμων — αναφροδισία — αψινθέα — καμπυλόγραμμο — ταχυδρομίζω — πολυτοκία — ρικνότης — παραστέκω — αεροηλιόλουτρο — τροχοπέδιλο — κρυσταλλικότητα — αποπροσγείωση — διαρρυθμίζω — ταβανοσάνιδο — αποφορά — μίσθαρνος — σπογγαλιευτικός — ξαναβλέπω — γαστήρ |
|||