|
воздухоплавательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воздухоплавательный? — αεροπλοϊκός как с (ново)греческого переводится слово αεροπλοϊκός? — воздухоплавательный — λενινιστικά — κερνώ — σιγμοειδής — προβαίνω — ανυπόμονος — κυριούλης — φαρμακοτεχνικός — παντζουρόβεργα — παιδιακίζω — νιόφαντος — αισθηματικότητα — ατενώς — αναγνώστρα — γεννολογιά — πρόποση — εσπέριος — διάβρεξις — κάπα — αφωσιωμένος — ρητίνη — γριά |
|||