|
: κυρίως ~ — собственно говоря; ούτως ~ — так сказать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ειπείν? — — μοναρχικώς — κασέρι — γόμπος — απροετοίμαστος — κυνηγάω — ατάρακτος — σάλιαγκος — νυφοθυγατέρα — ξυλόμετρο — εξυάλωσις — φόρεμα — σκωληκιώ — βόειος — μαγαγκόνι — ασμενίζομαι — εναποθήκευσις — ξεσχολίζω — νουθεσία — σφαιροειδής — μπερεκετλίδικος — καμάρωση |
|||