|
η мед. ампутация языка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ампутация языка? — γλωσσοκοπία как с (ново)греческого переводится слово γλωσσοκοπία? — ампутация языка — βροντή — έλιξ — στενόψυχος — τεμπέλαρος — οπτασία — εμπυηματικός — δίδακτρα — λεμφοκυτταρικός — επιρρέπω — τρούμπα — πονόκαρδος — απαράπειστος — πάρεργος — αυθορμητισμός — ιδρωτοποιός — δασεία — ξεχειλώ — αισθητική — βαθύς — γλυκοχαράζει — λογχωτός |
|||