|
η педаль (ткацкого станка) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово педаль? — πατήθρα как с (ново)греческого переводится слово πατήθρα? — педаль — μεγαλεπηβόλως — αλατοπιπερώνω — αποβατικός — γιατσάδα — άδουλος — κοπελλούδι — απασπάτευτος — ασημύ — τολμάω — κρεβατωμένος — χαλάρωμα — χαλκοκαρακάξα — ανεμίτης — αδικοβάνω — λεοντιδεύς — εδρικός — κουτοπονηριά — ανελλιπώς — δικαιοφανής — κεκλιμένος — σπάσιμο |
|||