Новогреческий словарь
αυθαίρετο
αυθαίρετο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυθαίρετο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μάργαρο
—
απαισιοδοξία
—
ψυλλοβότανο
—
ηλεκτροενέργεια
—
άμμο
—
ελευθεροτυπία
—
αμπόδιστος
—
κουβαλάω
—
δίκαιο
—
βαθούλωμα
—
παράσελμα
—
κουζουλάδα
—
ταιριαστά
—
παντογνώστης
—
υπέρθερμος
—
αποσκιρτώ
—
τσαχπινιάρης
—
αγκάλη
—
ανθιδρωτικός
—
χαλεύω
—
βιζαβί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω