|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυθαίρετο? — — αφιλοστοργία — ψαράδικος — βεντούζα — σερμπέτι — σχίζα — κάνω — ναρκοσυλλέκτις — δή — συνοικέσιο — χατμάνος — πάρκο — κατσαρός — αποστρατιωτικοποιούμαι — ηδονιστής — κολλάρω — τυπάζω — ακατάταχτος — σιταγωγία — παροικώ — επισταμένος — καϋμένος |
|||